Ο όρος κινησιοφοβία χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση εκείνη κατά την οποία ένας ασθενής μετά από κάποιο τραυματισμό εμφανίζει υπερβολικό και παράλογο φόβο απέναντι σε κάθε μορφή σωματικής άσκησης και δραστηριότητας εξαιτίας της πιθανότητας επανατραυματισμού στο ίδιο σημείο ή νέου τραυματισμού σε κάποιο άλλο σημείο του σώματος. Πρόκειται στην ουσία για φόβο ότι μια κίνηση θα είναι επώδυνη ή θα προκαλέσει νέο τραυματισμό, παρόλο που οι πιθανότητες υποτροπής ενός υπάρχοντος τραυματισμού στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι ελάχιστες. Η κινησιοφοβία είναι συνήθως γνώρισμα ασθενών που αντιμετωπίζουν χρόνιο πόνο ή/και διάφορες μυοσκελετικές  παθήσεις.

Τι προκαλεί η κινησιοφοβία

Η κινησιοφοβία επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την καθημερινότητα των ασθενών, τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο και μάλιστα με πολλούς τρόπους. Πολλοί είναι οι ασθενείς που έρχονται αντιμέτωποι με περισσότερο και πιο έντονο πόνο όχι εξαιτίας της κίνησης αλλά εξαιτίας της ακινησίας. Οι μύες και οι αρθρώσεις ατροφούν από την ακινησία λόγω φόβου και έτσι οι πιο απλές κινήσεις καθίστανται επώδυνες και ενδέχεται να προκαλέσουν εν τέλει και νέο τραυματισμό. Η κινησιοφοβία οδηγεί επίσης σε υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των ασθενών. Ο φόβος τους να εκτελέσουν διάφορες δραστηριότητες τους κάνει διαρκώς εξαρτώμενους από άλλα άτομα επηρεάζοντας σημαντικά την ποιότητα της καθημερινής ζωής τους. Παράλληλα, αυτή η άρνηση να εκτελέσουν διάφορες κινήσεις υπό τον φόβο του πόνου ή του τραυματισμού καθιστά τους κινησιοφοβικούς ασθενείς λιγότερο λειτουργικούς λόγω του μειωμένου εύρους κίνησης. Κάποιοι ασθενείς με κινησιοφοβία στην προσπάθειά τους να τροποποιήσουν τις κινήσεις τους για να μπορέσουν να είναι μεν λειτουργικοί και αφετέρου να αποφύγουν την πιθανότητα πόνου καταλήγουν να αλλάζουν κινητικό μοτίβο καταπονώντας τις αρθρώσεις και τους μύες προκαλώντας όμως πόνο.

 

Η αντιμετώπιση της κινησιοφοβίας

Η κλίμακα Tampa of Kinesiophobia (TSK) χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση των επιπέδων του φόβου και την σοβαρότητα της κινησιοφοβίας. Περιλαμβάνει 17 ερωτήσεις αυτοαναφοράς από τις οποίες οι ειδικοί βγάζουν χρήσιμα συμπεράσματα.

Η αντιμετώπιση της κινησιοφοβίας είναι ουσιαστικά ο μετριασμός του φόβου για πιθανό πόνο από κάποια κίνηση. Σε περιστατικά ήπιας κινησιοφοβίας η αντιμετώπιση είναι σχετικά ευκολότερη. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις όμως μπορεί να χρειαστεί και η συνδρομή ψυχοθεραπευτή. Η κινησιοφοβία μπορεί να αντιμετωπιστεί από ειδικούς με:

  • Δοκιμή διαφόρων κινήσεων ώστε αρχικά να προσδιοριστεί η αντοχή στον πόνο και στη συνέχεια οι κινήσεις αυτές διευρύνονται διαρκώς μέχρι το επιθυμητό αποτέλεσμα.
  • Θεραπευτική μάλαξη, τόσο για την επούλωση του τραυματισμού όσο και για το αίσθημα ευφορία που προκαλεί και μπορεί να βοηθήσει στην υποβάθμιση του φόβου του πόνου.
  • Σύνδεση της κίνησης με ευχάριστες δραστηριότητες.
  • Φαρμακευτική αγωγή που μπορεί να περιλαμβάνει αναλγητικά, πάντα μετά από συνταγή γιατρού και με προσεκτική δοσολογία για την αποφυγή σημαντικών κινδύνων. Τα αναλγητικά μπορεί να βοηθήσουν τόσο στη μείωση του ίδιου του πόνου όσο και στην μείωση της κινησιοφοβίας.

Η μεθοδική αύξηση της κίνησης από τους ειδικούς μπορεί να χτίσει την απαραίτητη αντοχή στον πόνο και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την κινησιοφοβία.