Το οστεοπορωτικό κάταγμα είναι μια κοινή κατάσταση σε όσους πάσχουν από οστεοπόρωση. Πολλές φορές είναι και ένδειξη ύπαρξης οστεοπόρωσης σε άτομα που δεν γνωρίζουν ότι πάσχουν από αυτή. Το οστεοπορωτικό κάταγμα συνήθως προκύπτει στη σπονδυλική στήλη αλλά μπορεί να προκύψει και στον ώμο, στον καρπό και στο ισχίο. Τα στοιχεία δείχνουν ότι μια στις τρεις γυναίκες και ένας στους πέντε άνδρες άνω των 50 ετών θα υποστούν ένα κάταγμα λόγω οστεοπόρωσης.

Τα συμπτώματα

Ένα πολύ χαρακτηριστικό γνώρισμα των οστεοπορωτικών καταγμάτων είναι η ευκολία με την οποία αυτά προκύπτουν. Οι ασθενείς με οστεοπόρωση, ειδικά σε προχωρημένο στάδιο, μπορεί να υποστούν κάταγμα ακόμα και με μια απλή άρση βάρους, από μια απότομη κίνηση ακόμα και με τον βήχα. Το οστεοπορωτικό κάταγμα χαρακτηρίζεται κυρίως από πόνο. Ο πόνος αυτός μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και ετεροχρονισμένα σε σχέση με τη στιγμή που ο ασθενής υπέστη το κάταγμα. Επίσης ο πόνος είναι έντονος που δυσκολεύει τον ασθενή στην καθημερινότητά του καθώς περιορίζει σε μεγάλο βαθμό τις κινήσεις του, ακόμα και το να ξαπλώνει σε ύπτια θέση. Τα οστεοπορωτικά κατάγματα είναι σοβαρά καθώς εκτός από τον πόνο μπορούν επίσης να προκαλέσουν αναπηρία ή ακόμα και θάνατο, ειδικά τα κατάγματα στο ισχίο.

Η διάγνωση

Η διάγνωση του οστεοπορωτικού κατάγματος μπορεί να γίνει σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο περιλαμβάνει τη λήψη ακτινογραφιών προκειμένου να απεικονιστεί η μορφή του κατάγματος. Στη συνέχεια η αξονική τομογραφία θα απεικονίσει λεπτομερώς την έκταση του κατάγματος αλλά και την κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα οστά. Τέλος, η μαγνητική τομογραφία μπορεί να δείξει περίπου το χρονικό σημείο στο οποίο προέκυψε το κάταγμα, το στάδιο της πώρωσης και αν έχουν επηρεαστεί τα νεύρα και ο νωτιαίος μυελός από την πίεση που προκαλεί το κάταγμα. Καλό είναι ο ασθενής να ελέγχει  και το σημείο στο οποίο βρίσκεται η οστεοπόρωση με μέτρηση της οστικής πυκνότητας ενώ δεν πρέπει να παραλείπει την ενδεδειγμένη φαρμακευτική αγωγή.

Η θεραπεία

Ο τρόπος αντιμετώπισης ενός οστεοπορωτικού κατάγματος μπορεί να είναι είτε συντηρητικός είτε χειρουργικός. Η χρήση ειδικής ζώνης – κηδεμόνα μπορεί να βοηθήσει έως ένα βαθμό αλλά περιλαμβάνει και περιορισμούς. Εκτός αυτού, το οστεοπορωτικό κάταγμα μπορεί να αντιμετωπιστεί και χειρουργικά τόσο με κυφοπλαστική όσο και με σπονδυλοπλαστική.. Και οι δύο μέθοδοι έχουν ως στόχο να ανακουφίσουν τον ασθενή από τα ενοχλητικά συμπτώματα, να βελτιώσουν τον πόνο αλλά και την κίνηση του ασθενούς ώστε να μπορέσει να επιστρέψει όσο το δυνατόν γρηγορότερα στις καθημερινές του δραστηριότητες. Η σπονδυλοπλστική περιλαμβάνει την διαδερμική είσοδο βελόνας στο σώμα της σπονδυλικής στήλης όπου εγχύεται ακρυλικό τσιμέντο για να σταθεροποιηθεί το κάταγμα. Η κυφοπλαστική είναι παρόμοια τεχνική κατά την οποία εκτός των παραπάνω, εισέρχεται και ένα «μπαλόνι» ώστε να δημιουργηθεί μια κοιλότητα. Ο γιατρός θα καθορίσει κάθε φορά ποια είναι η ενδεδειγμένη μέθοδος αντιμετώπισης για το εκάστοτε περιστατικό.

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία, ένας ασθενής που έχει υποστεί  μια φορά οστεοπορωτικό κάταγμα διατρέχει 4 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να υποστεί ξανά οστεοπορωτικό κάταγμα. Γι αυτό είναι πολύ σημαντική η έγκαιρη διάγνωση της οστεοπόρωσης και η λήψη φαρμακευτικής αγωγής ώστε να αποφευχθεί όσο γίνεται η πιθανότητα οστεοπορωτικού κατάγματος.